- οικεομενη
- οἰκεομένηἡ ион. = οἰκουμένη См. οικουμενη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οικεομένη — οἰκεομένη, ἡ (Α) βλ. οικουμένη … Dictionary of Greek
οἰκεομένη — οἰκέω inhabit pres part mp fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκεομένῃ — οἰκέω inhabit pres part mp fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικουμένη — η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα) 1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. (κατ επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την… … Dictionary of Greek